- πλατύλογχα
- πλατύλογχοςbroadpointedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαδάρεις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κέλτες) «τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μαγαρίς] … Dictionary of Greek
πλατύλογχος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον λόγχη με πλατιά αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λογχος (< λόγχη)] … Dictionary of Greek